θεμίπλεκτος

θεμίπλεκτος
θεμίπλεκτος
1 woven according to right usage

θεμιπλέκτοις ἁμᾶ Λατοίδα στεφάνοις ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.52


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεμίπλεκτος — θεμίπλεκτος, ον (Α) 1. ο πλεγμένος καλά, ο κατασκευασμένος ωραία 2. μτφ. ο δικαίως αποκτημένος («θεμίπλεκτος στέφανος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θέμις (Ι) + πλεκτός (< πλέκω)] …   Dictionary of Greek

  • θεμιπλέκτοις — θεμίπλεκτος rightly plaited masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμιπλέκτους — θεμίπλεκτος rightly plaited masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”